- ἀμφιταράσσομαι
- ἀμφιτᾰράσσομαι, [voice] Pass.,A to be troubled all round,
ἁλὸς ἀμφιταρασσομένας ὀρυμαγδός Simon.51
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁλὸς ἀμφιταρασσομένας ὀρυμαγδός Simon.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφιταράσσομαι — ἀμφιταράσσομαι (Α) ταράσσομαι από παντού, συνταράζομαι (για τη θάλασσα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ταράσσω] … Dictionary of Greek
ἀμφιταρασσομένας — ἀμφιταρασσομένᾱς , ἀμφιταράσσομαι to be troubled all round pres part mp fem acc pl ἀμφιταρασσομένᾱς , ἀμφιταράσσομαι to be troubled all round pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek